- διφρηλατώ
- διφρηλατῶ (-έω) (AM)1. οδηγώ άρμα2. μεταφέρομαι πάνω σε άρμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διφρεύω — (Α) [δίφρος]·1. οδηγώ άρμα, διφρηλατώ 2. διατρέχω πάνω σε άρμα («διφρεύω ἅλιον πέλαγος») … Dictionary of Greek